- εκσμάω
- ἐκσμάω (Α)σφουγγίζω, ξεπλένω, εξαλείφω («οἱ θεράποντες αὐτοῡ ἐξέσμων αὐτά [τὰ ποτήρια]», Ηροδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξέσμων — ἐκσμάω wipe out imperf ind act 3rd pl ἐκσμάω wipe out imperf ind act 1st sg ἐκσμάω wipe out imperf ind act 3rd pl (ionic) ἐκσμάω wipe out imperf ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκσμήχω — ἐκσμήχω (Α) σφουγγίζω, βλ. εκσμάω («καλὸν δὲ και τὸ ἀγγεῑον ἐκσμήχειν τῆς ψυχῆς», Ιω. Χρυσ.) … Dictionary of Greek